κορκός
Смотреть что такое "κορκός" в других словарях:
κορκός — ο βλ. κρόκος … Dictionary of Greek
κορκός — ο το κίτρινο του αβγού, ο κρόκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek
κορκοστάφυλο — το δημώδης ονομασία μιας ποικιλίας σταφυλιού στη Σπάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορκός + στάφυλο (< σταφύλι), πρβλ. κρασο στάφυλο, φραγκο στάφυλο] … Dictionary of Greek